καρδινία

καρδινία
Δίθυρο μαλάκιο με παχύ τριγωνικό κέλυφος, του οποίου οι θυρίδες συνάπτονται εξωτερικά. Τα μαλάκια αυτά εμφανίστηκαν στο τριάσιο και τελειοποιήθηκαν στο κατώτερο ιουράσιο.
* * *
η
1. ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων τής οικογένειας Cardiniidae». [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cardinia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”